- Ζήθου
- Ζή̱θου , Ζῆθοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ίτυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ζήθου και της Αηδόνας, η οποία τον σκότωσε τη στιγμή που ετοιμαζόταν, από φθόνο, να φονεύσει τον γιο της, Αμαλέα. Ο Σοφοκλής τον ονομάζει Ίτυ, ενώ αναφέρεται και από άλλους ποιητές. * * * Ἴτυλος, ὁ (Α) 1. γιος τού… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek
Ευστόχιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα, επί Μαξιμιανού, μαζί με τα παιδιά του. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. II Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός γιατρός (3ος αι. μ.Χ.). Ήταν ένας από τους τελευταίους … Dictionary of Greek
Θήβη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήταν κόρη του ποτάμιου θεού Ασωπού και της Μετόπης, αδελφή της Αιγίνης και σύζυγος του Ζήθου, επώνυμη των Θηβών. Οι δύο αδελφές είχαν απαχθεί από τον Δία. 2. Επώνυμη της αιγυπτιακής Θήβας, κόρη του Δία και της… … Dictionary of Greek